παρακινεῖται

παρακινεῖται
παρακινέω
move aside
pres ind mp 3rd sg (attic epic)
παρακῑνεῖται , παρακινέω
move aside
pres ind mp 3rd sg (attic epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αλληγορία — Ο λεκτικός τρόπος που χρησιμοποιεί κάποιος όταν κάνει μεγάλες και τολμηρές μεταφορές αποσκοπώντας στη δημιουργία της εντύπωσης ότι εκείνα που λέει είναι διαφορετικά από εκείνα που σκέπτεται: Μη γεύεσθαι μελανούρων («μη μιλάτε στους κακούς… …   Dictionary of Greek

  • ευέγρετος — εὐέγρετος, ον (Α) αυτός που εξεγείρεται ή παρακινείται εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + εγρετος (< εγείρω)] …   Dictionary of Greek

  • ψυχόδραμα — Ψυχοθεραπευτική μέθοδος που δημιούργησε και εφήρμοσε ο ψυχολόγος Γ. Λ. Μορένο και που ανήκει στην ψυχοθεραπεία ομάδων. Στη θέση της φροϋδικής μεθόδου των ελευθέρων συνειρμών χρησιμοποιούνται οι ψυχοδραματικές δημιουργίες, όπου παρακινείται ο… …   Dictionary of Greek

  • αυθόρμητος — η, ο επίρρ. α αυτός που ενεργεί από μόνος του, που δεν παρακινείται από άλλους: Η ενέργειά του εκείνη ήταν εντελώς αυθόρμητη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”